μεγαλογνώμων — of lofty sentiments masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλογνῶμον — μεγαλογνώμων of lofty sentiments masc/fem voc sg μεγαλογνώμων of lofty sentiments neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλογνώμονα — μεγαλογνώμων of lofty sentiments neut nom/voc/acc pl μεγαλογνώμων of lofty sentiments masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλογνωμόνως — μεγαλογνώμων of lofty sentiments adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλογνώμονας — μεγαλογνώμων of lofty sentiments masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλογνώμονες — μεγαλογνώμων of lofty sentiments masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλογνώμονι — μεγαλογνώμων of lofty sentiments dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλογνώμονος — μεγαλογνώμων of lofty sentiments gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek